Από την ημέρα που ξεκίνησε η προεκλογική περίοδος, έχω βαρεθεί να σβήνω e-mails που αφορούν τις εκλογές, που έλαβα σωρηδόν τόσο από "σοβαρά", όσο και από τυχάρπαστα blogs.
Βαρέθηκα επίσης, σε βαθμό κακουργήματος, να βλέπω σχεδόν όλα τα blogs να ασχολούνται στα σοβαρά μ' αυτό το πανηγύρι και πολλά απ' αυτά να αποκαλύπτονται, ενώ μέχρι πρόσφατα το έπαιζαν ανεξάρτητα.
Εγώ προσωπικά, δεν ασχολήθηκα με το θέμα, τουλάχιστον υπό μορφή κειμένου.
Ότι είχα να πω, το είπα με εικόνες αλλά τώρα, λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες,
θα σας πω την άποψή μου και διά του λόγου. Όχι λόγου δικού μου.
Σας παραθέτω τρία ποιήματα του Γεωργίου Σουρή, που γράφτηκαν πριν το 1900
και που μετά την ανάγνωσή τους θα μείνετε έκπληκτοι ανακαλύπτοντας οτι
από τότε είναι σαν να μην πέρασε μιά μέρα...
ΜΕ ΕΚΛΟΓΕΣ ΕΝ ΟΨΗ
Βάρδα να δράσωμε κι εμείς για τα συμφεροντάκια μας
Βάρδα να διορίσωμε και τα πατριωτάκια μας
Βάρδα κι εμείς να κόψωμε
Βάρδα κι εμείς να ράψωμε
Κι αυτούς που δεν χωνεύομε με μιας να τους προγράψωμε
Και κίτρινα υβριστικά «πανιά» να ξεδιπλώσωμε
Κι έπειτα τις αρίδες μας στον ίσκιο τους ν’ απλώσωμε
ΕΚΛΟΓΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ
Ανοίγει ένα κι άλλο βουλευτικό παλάτι,
και τόσων δεσποινίδων χεράκια τρυφερά
την λερωμένη σφίγγουν χερούκλα του χωριάτη
και στο χαλί πατούνε ποδάρια βρομερά.
Μην κάθεσθε απ΄ έξω, στη σάλα μας ορίστε,
μη στέκεσθε ολόρθος, στον καναπέ καθίστε.
Τι κάνει ο κουμπάρος; ρωτούνε στα σαλόνια,
μα έξαφνα τους λένε οι φίλοι του χωριάτες
πως ο πτωχός κουμπάρος εδώ και τρία χρόνια
τον ύπνον των δικαίων στα μνήματα κοιμάται.
Καλέ αλήθεια λέτε πως πέθαν΄ ο καημένος;
Μα τι χρυσός κουμπάρος, και νάναι πεθαμένος!
Τι κάνει η κουμπάρα; ο ψυχογιός τι κάνει;
κι ο Κωνσταντής ο βλάμης δουλεύει με το κάρρο;
― Αμμί κι αυτός ο μαύρος κοντεύει ν΄ αποθάνει,
και γρήγορα θα πάει να εύρει τον κουμπάρο!
― Μωρέ κι αυτός πεθαίνει; μου έρχεται να σκάσω...
ακούς εκεί δυο ψήφους εις το χωριό να χάσω!
Οι υποψήφιοί μας με τόση προθυμία
για μας τους εκλογείς τους φροντίζουνε να μάθουν·
πω! πω! και αν ερχόταν καμιά επιδημία,
τι συμφορά μεγάλη ηθέλανε να πάθουν!
Να χάσουν τόσους ψήφους σε τούτη τη στιγμή;
τι θάνατος για τούτους και πόσοι στεναγμοί!
Φθάνει να είσαι μόνο δημότης περασμένος,
και αν πεθάνεις δίχως κανένας να σε κλάψει,
ο υποψήφιός σου θα κλάψει ο καημένος,
και μια νεκρολογία ίσως για σένα γράψει.
Και τι τιμή μεγάλη και ύψος μεγαλείου
τα δάκρυα να έχεις ενός υποψηφίου!
Ω εκλογείς δημόται, αν θέλετε τω όντι
μεγάλη να ιδείτε την κλασική σας γη,
μη σας πονέσει τώρα ούτ΄ ένα μόνο δόντι
προτού να τελειώσει η νέα εκλογή.
Φορέσετε φανέλλες και μάλλινα τσουράπια,
και τρώγετε ακόμη και του σιδήρου χάπια.
Με γούνες και ταμπάρα στους δρόμους περπατείτε,
για τη ζωή σας τώρα μεγάλη προσοχή,
σόμπες, φωτιές στα σπίτια ωσότου να καείτε,
μακριά από το κρύο, τη λάσπη, τη βροχή.
Φαγί, κρασί και γλέντι, αυτά τα τρία μόνο,
και ο Μπουρδούσης τώρα αξίζει ένα θρόνο.
Και άμα βασιλέψει της εκλογής η μέρα,
και δούμε τους καινούργιους αντιπροσώπους, τότε
πηγαίνετε, αν θέτε, στα Θυμαράκια πέρα,
ν΄ αναπαυθείτε λίγο, καλοί μου συνδημόται.
Ούτε λεπτό πια ένα θ΄ αξίζει η ζωή σας,
και ούτε θα σας κλαίει ο νέος βουλευτής σας.
Στους τάφους σας μονάχα η δόξα θα κατέβει,
τις νίκες μας να ψάλλει, την Πούντα και την Πόλη,
και γύρω σας μαρούλια και σκόρδα θα φυτεύει,
να τρώτε κάπου κάπου σ΄ αυτό το περιβόλι.
Και ίσως σας τρομάξει καμιά φορά στο μνήμα
ο λόγος του Δε Κάστρου απ΄ της βουλής το βήμα.
ΜΥΡΩΜΕΝΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Τίποτε δεν απόμεινε στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου και φαίνονται χεσμένα.
Όλα σκατά γενήκανε και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός, σκατά ο κόσμος όλος.
Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε.
Σκατά βρωμάει τούτος δω, σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό, σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά, και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό προβάλλει σκατωμένο.
Σκατά τα πάντα θεωρώ και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ, σκατά πάω να χέσω,
απ' τα σκατά θα σηκωθώ και στα σκατά θα πέσω.
Όταν πεθάνω χέστε με, τα κόλλυβά μου φάτε
και πάλι ξαναχέστε με και πάλι ξαναφάτε,
μα απ' τα γέλια τα πολλά κοντεύω ν' αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ, μου φεύγουν από πίσω.
Σκατά ο μεν, σκατά ο δε, σκατά ο κόσμος όλος
κι απ' το πολύ το χέσιμο μου πόνεσε ο κώλος!
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009
1880 - 2009...ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΑΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Αναρτήθηκε από ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ στις 2:25 μ.μ.
2 σχόλια :
Δεν πέρασε ούτε δευτερόλεπτο.
ohia
Ούτε κλάσμα του δευτερολέπτου θα έλεγα!
Δημοσίευση σχολίου